κηλογράφος

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

κηλογράφος, -ον (Α)
αυτός που έγραφε για θέματα που έχουν σχέση με την κήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -γράφος (< γράφω), πρβλ. γλωσσογράφος, τοπογράφος.