κηλοτομία
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ἡ, operation for hernia, Paul.Aeg.6.63.
German (Pape)
[Seite 1431] ἡ, das Schneiden eines Bruches, Paul. Aeg.; von κηλοτόμος, einen Bruch schneidend, operirend.
Greek (Liddell-Scott)
κηλοτομία: ἡ, τομὴ κήλης, ἐγχείρησις πρὸς θεραπείαν αὐτῆς, Παῦλ. Αἰγ. 6. 63.
Greek Monolingual
η (Α κηλοτομία) κηλοτομῶ
τομή κήλης, χειρουργική επέμβαση για θεραπεία κήλης.