κηρογραφώ

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

κηρογραφῶ, -έω (Α)
ζωγραφίζω με κερί («τριακόσια δὲ κεκηρογραφημένα χρώμασι παντοίοις», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. εικονογραφώ, καλλίγραφώ].