κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs
κηρογραφῶ, -έω (Α)ζωγραφίζω με κερί («τριακόσια δὲ κεκηρογραφημένα χρώμασι παντοίοις», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. εικονογραφώ, καλλίγραφώ].