κηροχυτώ

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

κηροχυτῶ, -έω (Α) κηρόχυτος
1. σχηματίζω μορφές, χύνω σχήματα σαν σε κερί
2. (για τις μέλισσες) κατασκευάζω κυψέλες από κερί.