κιαροσκούρο

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

το
1. τεχνική στις εικαστικές τέχνες η οποία χρησιμοποιείται για την απόδοση του φωτός και της σκιάς ανεξάρτητα από τη χρήση χρώματος, η φωτοσκίαση
2. η εικόνα που γίνεται με αυτό τον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. chiaroscuro].