κιαροσκούρο

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

το
1. τεχνική στις εικαστικές τέχνες η οποία χρησιμοποιείται για την απόδοση του φωτός και της σκιάς ανεξάρτητα από τη χρήση χρώματος, η φωτοσκίαση
2. η εικόνα που γίνεται με αυτό τον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. chiaroscuro].