κιβδηλοποιία

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

η
η κατασκευή κίβδηλων νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβδηλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγελου Σ. Βλάχου].
η
η κατασκευή κίβδηλων νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβδηλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].