κιβωτάριον
From LSJ
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
English (LSJ)
Dim. of κιβωτός, small box or chamber, Hero Aut.28. 4, cf.CIG2860 ii 12 (Milet.).
German (Pape)
[Seite 1436] τό, dim. von κιβωτός, Geop.
Greek Monolingual
κιβωτάριον, τὸ (ΑΜ)
μικρό κιβώτιο ή μικρός θάλαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + υποκορ. κατάλ. -άριον].