Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Full diacritics: κιμβικεία | Medium diacritics: κιμβικεία | Low diacritics: κιμβικεία | Capitals: ΚΙΜΒΙΚΕΙΑ |
Transliteration A: kimbikeía | Transliteration B: kimbikeia | Transliteration C: kimvikeia | Beta Code: kimbikei/a |
v. sub κιμβεία.
[Seite 1438] ἡ, u. κιμβικία, kleinlicher Geiz, Knauserei, VLL. Vgl. κιμβεία.
κιμβικεία και κιμβικία, ἡ (Α) κίμβιξ
κιμβεία.