κιτρινόχροια

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

η
κίτρινη απόχρωση, κιτρινάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιτρινόχρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].