κλέπτις
From LSJ
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
Full diacritics: κλέπτις | Medium diacritics: κλέπτις | Low diacritics: κλέπτις | Capitals: ΚΛΕΠΤΙΣ |
Transliteration A: kléptis | Transliteration B: kleptis | Transliteration C: kleptis | Beta Code: kle/ptis |
ιδος, ἡ, fem. of κλέπτης, she-thief, Alciphr.3.22.
[Seite 1449] ιδος, ἡ, fem. zu κλέπτης, Diebinn, diebisch, ἀλώπηξ Alciphr. 3, 22.
κλέπτις: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ κλέπτης, κλέπτρια, κοινῶς «κλέφτρα», Ἀλκίφρων 3. 22.
κλέπτις, -ιδος, ἡ (Α)
(θηλ. του κλέπτης) βλ. κλέφτης.