κλαγγάζω
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
English (LSJ)
onomatop. word for the cry of cranes, Poll.5.89: hence, of the language of the Scythians, Porph.Abst.3.3.
German (Pape)
[Seite 1444] = κλάζω, nach Poll. 5, 89 bes. vom Geschrei der Kraniche, doch brauchen es Sp. auch von Menschen.
Greek (Liddell-Scott)
κλαγγάζω: λέξις κατ’ ὀνοματοπ., ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῶν γεράνων, Λαν. clangere, Πολυδ. Ε΄, 69· ἐντεῦθεν ἐπὶ τῆς γλώσσης τῶν Σκυθῶν, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 3.
Greek Monolingual
(AM κλαγγάζω) κλαγγή
(συν. για πτηνά) βγάζω δυνατούς ήχους, κρώζω
νεοελλ.
(για ξίφη και άλλα όπλα που συγκρούονται) ηχώ δυνατά και ξερά, μεταλλικά.