κλαυμυρίζομαι

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυμῠρίζομαι Medium diacritics: κλαυμυρίζομαι Low diacritics: κλαυμυρίζομαι Capitals: ΚΛΑΥΜΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: klaumyrízomai Transliteration B: klaumyrizomai Transliteration C: klavmyrizomai Beta Code: klaumuri/zomai

English (LSJ)

= κλαυθμυρίζομαι, Men.Epit.432, Hierocl.p.29 A., Max.Tyr.9.3: cf. κλαυμαριόμενον· κλαίοντα (Tarent.), Hsch., and κλαυμαρεῖται· κλαίει, Id.

German (Pape)

[Seite 1446] = κλαυθμυρίζομαι, Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυμυρίζομαι: ἀμφίβ. ἀντὶ κλαυθμυρίζομαι, παρὰ Φωτ.

Greek Monolingual

κλαυμυρίζομαι (Α)
κλαίω, κλαυθμυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του κλαυθμυρίζω / -ομαι (πρβλ. κλαυθμονή - κλαυμονή)].