κληδοῦχος
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
-ο (AM κλειδοῦχος, -ον, Α αττ. τ. κληδοῦχος, -ον, δωρ. τ. κλᾳδοῦχος, -ον)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κλειδούχος
1. αυτός που κρατά και φυλάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης, κλειδοφύλακας
2. αυτός που έχει τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός τόπου («Ἔρωτα... τὸν τᾶς Ἀφροδίτας φιλτάτων θαλάμων κληδοῦχον», Ευρ.)
3. φρ. «ο κλειδούχος του Παραδείσου» ή «ο κλειδούχος τών ουρανών» — προσωνυμία του αγίου Πέτρου
νεοελλ.
σιδηροδρομικός υπάλληλος εντεταλμένος με τον χειρισμό τών κλειδιών τών σιδηροτροχιών
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει τη γενική επιστασία, επόπτης
Translations
keyholder
Greek: κλειδούχος; Ancient Greek: κλειδοῦχος, κληδοῦχος, κλῃδοῦχος, κλᾳδοῦχος; Macedonian: клучар; Polish: klucznik, klucznica; Portuguese: chaveiro, chaveira; Spanish: llavero, llavera