σιδηροδρομικός
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηρόδρομο (α. «σιδηροδρομικό όχημα» β. «σιδηροδρομικός σταθμός»)
2. αυτός που γίνεται με τον σιδηρόδρομο (α. «σιδηροδρομικές μεταφορές» β. «σιδηροδρομικό ταξίδι»)
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η, σιδηροδρομικός
υπάλληλος ή εργάτης σιδηροδρόμων
4. φρ. α) «σιδηροδρομική άμαξα» — γενική ονομασία κάθε σιδηροδρομικού σχήματος
β) «σιδηροδρομικές γραμμές» ή «σιδηροδρομική γραμμή» — οι παράλληλες χαλύβδινες τροχιές, οι οποίες αποτελούν τον σιδηρόδρομο, οι ράγιες
γ) «ανισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση» — διασταύρωση σιδηροδρόμου με άλλη οδό, λ.χ. αυτοκινητόδρομο, σε διαφορετικά επίπεδα
δ) «ισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση» — διασταύρωση σιδηροδρομικής γραμμής με οδό στο ίδιο επίπεδο
ε) «σιδηροδρομικό δίκτυο» — το σύνολο τών σιδηροδρόμων μιας χώρας ή μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής (α. «εθνικό σιδηροδρομικό δίκτυο» β. «διεθνές σιδηροδρομικό δίκτυο»)
στ) «σιδηροδρομικός κόμβος» — σιδηροδρομικός σταθμός που είναι σημείο αφετηρίας ή διασταύρωσης πολλών σιδηροδρομικών γραμμών, στον οποίο παρατηρείται, συνήθως, αυξημένη κίνηση
ζ) «σιδηροδρομικός συρμός» — αμαξοστοιχία.
επίρρ...
σιδηροδρομικώς και σιδηροδρομικά Ν
με τον σιδηρόδρομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρόδρομος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Οικονομική Επιθεώρησις, ενώ το επίρρ., στον λόγιο τ. σιδηροδρομικῶς, από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].