κληματώδης

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλημᾰτώδης Medium diacritics: κληματώδης Low diacritics: κληματώδης Capitals: ΚΛΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: klēmatṓdēs Transliteration B: klēmatōdēs Transliteration C: klimatodis Beta Code: klhmatw/dhs

English (LSJ)

ες, like vine-shoots, Dsc.3.24, Gal.12.78.

German (Pape)

[Seite 1450] ες, rankenähnlich, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κλημᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κλάδους ἀμπέλου, Διοσκ. 3. 29.

Greek Monolingual

κληματώδης, -ῶδες (Α) κλήμα
όμοιος με κλαδιά αμπέλου.