κλιμάκιο
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Greek Monolingual
το (AM κλιμάκιον) κλίμαξ
νεοελλ.
1. μτφ. μέρος, τμήμα, υποδιαίρεση
2. μτφ. θέση στην ιεραρχία («τα ανώτερα κλιμάκια του κόμματος»)
3. μτφ. μικρό τμήμα στρατού ή άλλου σώματος, που αποτελεί στοιχείο άλλου μεγαλύτερου συνόλου διατεταγμένου κατά κλιμακωτή τάξη, ιεραρχικά (α. «κλιμάκιο της μεραρχίας» β. «κυβερνητικό κλιμάκιο»)
αρχ.
1. μικρή κλίμακα, μικρή σκάλα («λεπτά κλιμάκια ποιούμενος, πρὸς ταῦτ' ἀνερριχᾶτ' ἄν εἰς τὸν οὐρανόν», Ιπποκρ.)
2. βαθμίδα κλίμακας, σκαλί, σκαλοπάτι
3. φέρετρο
4. χειρουργικό εργαλείο για ανάταξη εξαρθρωμένου μέλους.