κλιματικός
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
κλιματική, κλιματικόν, pertaining to κλίμα ΙΙ, διαφοραί Vett.Val.300.23.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κλιματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κλίμα ενός τόπου (α. «κλιματικές ζώνες» — οι ζώνες της γήινης σφαίρας που περιλαμβάνονται μεταξύ δύο παράλληλων προς τον ισημερινό κύκλων
β. «κλιματικές περιοχές» — τα μέρη της Γης που έχουν περίπου το ίδιο κλίμα» γ. «κλιματικοί τύποι» — οι διάφορες κατηγορίες κλιμάτων
δ. «κλιματικές συνθήκες»
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλίση του εδάφους ή στην επικλινή θέση του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, -ατος + κατάλ. -ικός].