κλυτόμαντις
English (LSJ)
-εως, ὁ, famous for prophecy, Πυθοῖ Pi.Pae.6.2.
German (Pape)
[Seite 1457] εως, ὁ, berühmter Seher; Pytho, Pind. frg. 60.
Russian (Dvoretsky)
κλυτόμαντις: εως ὁ славный прорицатель Pind.
Greek (Liddell-Scott)
English (Slater)
κλῠτόμαντις famous for its oracle χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ voc. Πα. . 2. ]κλυτομάντιες τῷ δ[ (Pae. 10.22)
Greek Monolingual
κλυτόμαντις, -εως, ὁ (Α)
ονομαστός ως μάντις, περιώνυμος για τη μαντική του ικανότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + μάντις (πρβλ. οιωνόμαντις, σεμνόμαντις)].