κλᾳκτός

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾳκτός Medium diacritics: κλᾳκτός Low diacritics: κλακτός Capitals: ΚΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: klāiktós Transliteration B: klaktos Transliteration C: klaktos Beta Code: kla|kto/s

English (LSJ)

ά, όν, Dor. for κλειστός, IG5(1).1390.91 (Andania, i B.C.), BCH27.271 (Argos). κλάλιον, v. κλανίον.

Greek Monolingual

κλᾳκτός και κλαϊκτός, -ά, -όν (Α)
δωρ. τ. του κλειστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. ρηματ. επίθ. του κλείω (πρβλ. δωρ. αόρ. κλᾷξαι)].