κοιλίς

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883

German (Pape)

[Seite 1466] ίδος, ἡ, = ἐπικοιλίς od. ἐπικυλίς, Sp.

Greek Monolingual

κοιλίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Πολυδ.) «τὸ ἄνωθεν βλέφαρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλον + κατάλ. -ίς].