Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
[Seite 1466] ίδος, ἡ, = ἐπικοιλίς od. ἐπικυλίς, Sp.
κοιλίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Πολυδ.) «τὸ ἄνωθεν βλέφαρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλον + κατάλ. -ίς].