κοιλιοκάκη
From LSJ
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
Greek Monolingual
η
ιατρ. διαταραχή της εντερικής απορρόφησης λόγω δυσανεξίας στη γλουτένη, η οποία παρατηρείται προπαντός στα βρέφη και προκαλεί κυρίως υπερβολική διάρροια, κοιλιακό μετεωρισμό και υποθρεψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. celiac disease. To μεν celiac (πρβλ. κοιλιακός) μεταφέρεται ως α' συνθετικό κοιλιο-, ενώ το disease αποδίδεται ως -κάκη.