κοιλιομανία
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
German (Pape)
[Seite 1466] ἡ, Raserei für den Bauch, Gefräßigkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιομανία: ἡ, τὸ ἐμμανῶς δουλεύειν τῇ κοιλίᾳ, λαιμαργία, Νείλου Ἐπιστ. 199, Ἰω. Κλίμ. 1028C.
Greek Monolingual
κοιλιομανία, ή (AM)
λαιμαργία, αδηφαγία.