κοιλιοσκοπία

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. η λαπαροσκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + συνδετικό φωνήεν -ο- + -σκοπία (< -σκοπῶ < -σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ. κρανιοσκοπία, οιωνοσκοπία].