κοινάδελφος
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
ο
τέρας που αποτελείται από δύο σώματα ενωμένα, τα οποία έχουν κοινά ορισμένα όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + αδελφός (πρβλ. αυτάδελφος, φιλάδελφος)].