κοινάδελφος

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source

Greek Monolingual

ο
τέρας που αποτελείται από δύο σώματα ενωμένα, τα οποία έχουν κοινά ορισμένα όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + αδελφός (πρβλ. αυτάδελφος, φιλάδελφος)].