φιλάδελφος
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
φιλάδελφον,
A loving one's brother or sister, brotherly, sisterly, φ. δάκρυα S.Ant. 527 (anap.); of persons, X.Mem.2.3.17, Plu.Sol.27: Sup., Id.Luc. 43; freq. as a title of kings, as of Ptolemy Il and Arsinoe, Wilcken Chr.106, etc.; of Ptolemy XIII, OGI185, etc., and of Attalus Il; ib.329.38 (Aegina, ii B. C.), etc.; τῆς Φ. Κύπριδος, of Arsinoe, Posidipp. ap. Ath.7.318d; of Antoninus and Verus, IG22.3405, al.; τὸ φ. τῆς ψυχῆς D.S.17.34. Adv. φιλαδέλφως Sch.S.l.c.
2 in NT, loving the brethren, 1 Ep.Pet.3.8.
II φιλάδελφον, τό, mock orange, Philadelphus coronarius, Apollod. ap. Ath.15.682c.
III φιλάδελφοι, οἱ, name of fabulous stones, Ps.-Plu.Fluv.11.4.
German (Pape)
[Seite 1274] 1) bruder-, schwesterliebend, geschwisterliebend; Soph. Ant. 523; in Prosa, wie Plut. Sol. 27; Κύπρις Posidipp. 21 (App. 67). – 2) ein Strauch mit wohlriechender Blüte, wahrscheinlich unser Jasmin, Ath. XV, 682 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui aime ses frères ou sœurs;
2 qui marque de l'affection pour un frère;
Sp. φιλαδελφότατος.
Étymologie: φίλος, ἀδελφός.
Russian (Dvoretsky)
φιλάδελφος: братолюбивый (ἀνήρ Xen., Plut.): φιλάδελφα δάκρυα Soph. слезы братской или сестриной любви (Исмены к Антигоне).
Greek (Liddell-Scott)
φιλάδελφος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφόν του ἢ τὴν ἀδελφήν του, ἀδελφικός, φιλ. δάκρυα Σοφ. Ἀντ. 527· ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17, Πλουτ. Σόλων 27· ὑπερθετ., ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 43· ― συχνάκις ὡς ἐπώνυμον βασιλέων, ὡς π. χ. Πτολεμαίου τοῦ β΄ καὶ Ἀττάλου του β΄, ἴδε Clintou. F. H. 3, σελ. 376, 407· Ἀντωνίου καὶ Οὐήρου, κλπ.· ― τὸ φιλάδελφον = φιλαδελφία, Διόδ. 17. 34. ― Ἐπίρρ. -φως, Σχόλ. εἰς Σοφολ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. φιλάδελφον, τό, θάμνος φέρων ἡδύοσμα ἄνθη, ἴσως ἡ ἰάσμη, «γιασεμί», Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 682C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 321.
English (Strong)
from φίλος and ἀδελφός; fond of brethren, i.e. fraternal: love as brethren.
English (Thayer)
φιλαδελφον (φίλος and ἀδελφός), loving brother or sister (Sophocles, Plutarch, Anthol.); in a broader sense, loving one like a brother, Xenophon, mem. 2,3, 17; loving one's fellow-countrymen, of an Israelite, of a Christian loving Christians, R. V. loving as brethren).
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλάδελφος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που αγαπά τους αδελφούς ή τις αδελφές του («πάντες ὁμόφρονες, συμπαθεῖς, φιλάδελφοι, εὔσπλαγχνοι», ΚΔ)
2. το ουδ. ως ουσ. το φιλάδελφο(ν)
η φιλαδελφία
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σαξιφραγίδες, που ανήκει στην τάξη σαξιφραγώδη, με 75 περίπου είδη φυλλοβόλων θάμνων, πολλά από τα οποία έχουν ωραία αρωματικά άνθη
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) Φιλάδελφος
προσωνυμία Πτολεμαίου
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φιλάδελφοι
ονομασία μυθικών λίθων
3. το ουδ. ως ουσ. πιθ. το φυτό ίασμος, το γιασεμί.
επίρρ...
φιλαδέλφως ΝΜΑ, και φιλάδελφα Ν
με φιλαδελφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀδελφός. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. philadelphus].
Greek Monotonic
φῐλάδελφος: [ᾰ], -ον, αυτός που αγαπά τον αδελφό ή την αδελφή του, αδελφικός, σε Σοφ., Ξεν.
Middle Liddell
φῐλ-ᾰ́δελφος, ον,
loving one's brother or sister, brotherly, sisterly, Soph., Xen.
Chinese
原文音譯:fil£delfoj 非而阿得而賀士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:喜愛-(弟兄)
字義溯源:弟兄相愛,相愛如弟兄,(或)姊妹相愛;由(φίλος)*=親愛)與(ἀδελφός)=弟兄)組成,而 (ἀδελφός)又由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(δελεάζω)Y*=母腹)組成
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 相愛如弟兄(1) 彼前3:8