κοινοεργός

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056

German (Pape)

[Seite 1468] gemeinsam arbeitend, Sp.; auch κοινοεργής.