κοινοεργός
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
German (Pape)
[Seite 1468] gemeinsam arbeitend, Sp.; auch κοινοεργής.
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
[Seite 1468] gemeinsam arbeitend, Sp.; auch κοινοεργής.