κοινωνατικός
English (LSJ)
hyper-Doric for κοινωνητικός.
Greek Monolingual
κοινωνατικός, -ή, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κοινωνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινωνητικός.
hyper-Doric for κοινωνητικός.
κοινωνατικός, -ή, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κοινωνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινωνητικός.