κοινωνητικός

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινωνητικός Medium diacritics: κοινωνητικός Low diacritics: κοινωνητικός Capitals: ΚΟΙΝΩΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: koinōnētikós Transliteration B: koinōnētikos Transliteration C: koinonitikos Beta Code: koinwnhtiko/s

English (LSJ)

κοινωνητική, κοινωνητικόν, v.l. for κοινωνικός, Plb.2.44.1; κοινωνητική (sc. ἐπιστήμη) social science, coupled with πολιτική, Plu.2.746a:—hyperdor. κοινωνατικός, generous, liberal, Diotog. ap. Stob.4.7.62.

German (Pape)

[Seite 1470] = κοινωνικός, v.l. bei Pol. 2, 41, 1.

Russian (Dvoretsky)

κοινωνητικός: Polyb. v.l. = κοινωνικός.

Greek (Liddell-Scott)

κοινωνητικός: -ή, -όν, διάφ. γραφ. ἀντὶ κοινωνικός, Πολύβ. 2. 44, 1.

Greek Monolingual

κοινωνητικός και δωρ. τ. κοινωνατικός, -ή, -όν (Α) κοινωνώ
1. δ. γρφ. αντί κοινωνικός
2. (ο δωρ. τ.) α) γενναιόδωρος
β) ελευθέριος.