κοκκινέλα

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας coccinellidae, γνωστό στην Ελλάδα με τις κοινές ονομασίες λαμπρίτσα, παπαδίτσα, βασιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccinella < λατ. coccinus (< κόκκινος < κόκκος) + -ella (< λατ. κατάλ. -ella)].