παπαδίτσα
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
η παπάς / παπάδες]]
1. κοινή ονομασία του είδους ποώδους φυτού ηρύγγιον το τρισακτιδωτόν
2. ζωολ. α) κοινή ονομασία του πτηνού αιγίθαλος
β) γενική ονομασία μικρόσωμων ευκίνητων ωδικών πτηνών του γένους parus, τα οποία αναζητούν την τροφή τους κάνοντας ακροβατικές κινήσεις και τών οποίων εννέα είδη ζουν και στην Ελλάδα, με χαρακτηριστικότερα την γαλαζοπαπαδίτσα, τον κλειδωνά και την καστανοπαπαδίτσα
β) κοινή ονομασία τών κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κοκκινελιδών, που μοιάζουν με μικροσκοπικές ημιστρογγυλές μπάλες και έχουν λαμπρά χρώματα, συνήθως αποχρώσεις του κόκκινου, με μικρές κηλίδες, ιδίως μαύρες, σε κάθε έλυτρό τους, η κοκκινέλα.