κολάρο

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source

Greek Monolingual

το 1. ο σκληρός γιακάς τών υποκαμίσων
2. πρόσθετος γιακάς σε πουκάμισο
3. μτφ. αφρός μπίρας στο ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. collaro. Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ-...].