κομμιογραφία

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

η
είδος υδατογραφίας η οποία χρησιμοποιεί, αντί για τα συνηθισμένα υδατοχρώματα, παρασκεύασμα που περιέχει υδαρές διάλυμα αραβικού κόμμεως με προσθήκη μελιού
2. πίνακας ζωγραφισμένος με αυτά τα χρώματα.