κοντόθωρος

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. μύωπας, αυτός που δεν μπορεί να δει μακριά
2. μτφ. αυτός που έχει περιορισμένη αντίληψη τών πραγμάτων ή που δεν μπορεί να δει τα πράγματα μακροπρόθεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -θωρος (< θ. θωρ- του θωρώ), πρβλ. γλυκόθωρος, καλόθωρος].