κοπρηγός

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπρηγός Medium diacritics: κοπρηγός Low diacritics: κοπρηγός Capitals: ΚΟΠΡΗΓΟΣ
Transliteration A: koprēgós Transliteration B: koprēgos Transliteration C: koprigos Beta Code: koprhgo/s

English (LSJ)

κοπρηγόν, conveying dung, πλοῖον PLond.2.317.8 (ii A. D.): Subst. -ηγόν, τό, dung-cart, PFay. 119.33 (pl., 100 A. D.).

Greek Monolingual

κοπρηγός, -όν (Α)
1. πάπ. (για πλοίο) αυτό που μεταφέρει κόπρο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοπρηγόν
άμαξα, κάρο για μεταφορά κόπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχηγός, στρατηγός].