κοπρώνυμος
From LSJ
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
German (Pape)
[Seite 1484] mistnamig, nach dem Drecke benannt, Beiname des Kaisers Constantin V.
Greek (Liddell-Scott)
κοπρώνῠμος: -ον, σκατώνυμος, ἐπώνυμον τοῦ Βυζ. αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Ε΄.
Greek Monolingual
ο (Μ κοπρώνυμος)
επίθετο που δόθηκε υβριστικά από τους εικονολάτρες στον εικονοκλάστη Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε'.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ώνυμος (< ὄνυμα, δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. συνώνυμος, φερώνυμος. Το -ω- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].