κοπρώνυμος

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280

German (Pape)

[Seite 1484] mistnamig, nach dem Drecke benannt, Beiname des Kaisers Constantin V.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρώνῠμος: -ον, σκατώνυμος, ἐπώνυμον τοῦ Βυζ. αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Ε΄.

Greek Monolingual

ο (Μ κοπρώνυμος)
επίθετο που δόθηκε υβριστικά από τους εικονολάτρες στον εικονοκλάστη Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε'.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ώνυμος (< ὄνυμα, δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. συνώνυμος, φερώνυμος. Το -ω- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].