κορίζω

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορίζω Medium diacritics: κορίζω Low diacritics: κορίζω Capitals: ΚΟΡΙΖΩ
Transliteration A: korízō Transliteration B: korizō Transliteration C: korizo Beta Code: kori/zw

English (LSJ)

(A), (κόρις) to be infested with bugs, Gloss.

(B), (κόρος C) sweep: hence, sift, clean, BGU1120.40 (Pass., i B. C.).

Greek Monolingual

(I)
κορίζω (Α) κόρις
γεμίζω κοριούς, κοριάζω.
(II)
κορίζω (Α)
πάπ.
1. σκουπίζω, σαρώνω
2. κοσκινίζω, καθαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κορέω (ΙΙ) «σκουπίζω»].