κορφιάς

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

ο κορφή
1. το κορυφαίο οριζόντιο δοκάρι της στέγης, η κορυφαία δοκός
2. ναυτ. κοινή ονομασία του ανέμου που φυσάει σε έναν κόλπο από το άνοιγμα προς το εσωτερικό του, αλλ. μπάτης ή μπουκαδούρα.