νυχτοπάτης

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που νυχτοπερπατά, νυχτοπερπατητής
2. κοινή ονομασία ενός είδους αιγοθηλόμορφων πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -πάτης (< πατώ), πρβλ. κορφοπάτης, ορκοπάτης].