τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved
ο1. αυτός που νυχτοπερπατά, νυχτοπερπατητής2. κοινή ονομασία ενός είδους αιγοθηλόμορφων πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -πάτης (< πατώ), πρβλ. κορφοπάτης, ορκοπάτης].