κορωνοειδής
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που έχει σχήμα ράμφους κορώνης, κυρτός
2. ανατ. χαρακτηρισμός αποφύσεων μερικών οστών (α. «κορωνοειδής απόφυση της κάτω γνάθου» β. «κορωνοειδής απόφυση της κερκίδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + -ειδής (< εἶδος). Η λ. ως επιστημον. όρος της ανατ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. coronoϊde < corono- (< κορώνη) + ide (< εἶδος). Η λ. ως όρος της ανατ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο].