κορόμηλο

From LSJ

κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.

Source

Greek Monolingual

και κορόμπλο, το
1. ο καρπός της κορομηλιάς
2. φρ. «τρέχει το δάκρυ κορόμηλο» — κλαίει με άφθονα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καρό-μηλον < καρυό-μηλον, με αφομοιωτική τροπή του -α- σε -ο-].