κοσκινοποιός

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνοποιός Medium diacritics: κοσκινοποιός Low diacritics: κοσκινοποιός Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: koskinopoiós Transliteration B: koskinopoios Transliteration C: koskinopoios Beta Code: koskinopoio/s

English (LSJ)

ὁ, sieve-maker, Philyll.14, Poll.7.160.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκῐνοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων κόσκινα, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 5, Πολυδ. Ζ΄, 110, 160.

Greek Monolingual

ο (Α κοσκινοποιός) αυτός που κατασκευάζει κόσκινα, ο κοσκινάς.