κοσμοπλάστης
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
κοσμοπλάστου, ὁ, framer of the world, ib.329,526.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοπλάστης: -ου, ὁ, ὡς τὸ κοσμοποιός, ὁ πλάσας, δημιουργήσας τὸν κόσμον, Φίλων 1. 329, 526.
Greek Monolingual
ο (Α κοσμοπλάστης)
ο δημιουργός του κόσμου.
German (Pape)
ὁ, der Weltbildner, -schöpfer, Philo.