κοτζάμπασης

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

και κοτζαμπάσης και κοτσάμπασης, ο
1. (επί τουρκοκρατίας) α) (αρχικά) επικεφαλής της κοινότητας
β) δημογέρων ή προεστώς, άρχοντας, γέροντας
2. μτφ. αυταρχικός, καταπιεστικός, αυθαίρετος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. koca baŝi «πρόκριτος, προεστώς»].