κουνίκουλος

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος τρωκτικών θηλαστικών της οικογένειας dasyproctidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuniculus < λατ. cuniculus «κουνέλι»].

German (Pape)

ὁ, = κόνικλος, Galen.