κουφολίθι

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

το
κούφια πέτρα ή κούφιος βράχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ) + -λίθι (< λίθος), πρβλ. κατωλίθι, ξερολίθι].