κούνα
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Greek Monolingual
(I)
κούνα, ἡ (Μ)
βλ. κούνια.
(II)
κούνα, ἡ (Μ)
1. σφήνα
2. φρ. (στο Βυζάντιο) «ή κατά κούναν τάξις» — η προέλαση πεζών ή ιππέων κατά μικρά διαστήματα για ανίχνευση του εδάφους ή για ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuneus «σφήνα»].
(III)
η, και κούνι, το
το δέρμα του κουναβιού, της νυφίτσας και άλλων ζώων της οικογένειας mustelidae, που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα στο εμπόριο ως ανταλλακτική μονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. kuna].