κούρβος

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

κοῦρβος, ὁ (Μ)
καμπύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. curvus «καμπύλος, κυρτός»].