κρανιολογικός
From LSJ
Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
Greek Monolingual
-ή, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρανιολογία.
επίρρ...
κρανιολογικώς
από κρανιολογική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλ. craniologique < γαλλ. craniologie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -logie (< αρχ. γαλλ. -logie < λατ. -logia < -λογία < -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Χαράλ. Παμπούκη].