κρασοκατάνυξη

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

η
1., ιδιόρρυθμη ψυχική κατάσταση που προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση κρασιού
2. μεγάλη οινοποσία, μεθοκόπι, που γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, με θρησκευτική κατάνυξη.