κρεμμυδίλα

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

και κρομμυδίλα, η
η οσμή τών κρεμμυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι / κρομμύδι + κατάλ. -ίλα].